στίχον

στίχον
στείχω
walk
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
στείχω
walk
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
στίχος
row
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • Cadastre — A cadastre (also spelled cadaster) is a comprehensive register of the metes and bounds real property of a country, and commonly includes details of the ownership, the tenure, the precise location (some can include GPS coordinates), the dimensions …   Wikipedia

  • Cadastre — Extrait d’un plan terrier seigneurial de 1750, en Anjou Le terme cadastre (terme occitan venant du grec médiéval κατάστιχον[1]), ou un mot apparenté étymologiquement, se retrouve dans de nombreuses langues. Bien que les dictionna …   Wikipédia en Français

  • Стихира — (позднегреч. στιχηρόν, от греч. στίχος стихотворная строка, стих), в Православном богослужении гимнографический текст строфической формы, приуроченный к псалму (отсюда название). В стихирах проводится тема дня или воспоминаемого события. Число… …   Википедия

  • Catastro — (Del fr. ant. catastre < ital. catastro < gr. katastikon, lista.) ► sustantivo masculino DERECHO, ESTADÍSTICA Censo y padrón estadístico de las fincas rústicas y urbanas. * * * catastro (¿del fr. antig. «catastre», hoy «cadastre»?) m.… …   Enciclopedia Universal

  • ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… …   Dictionary of Greek

  • κατάστιχο — το (Μ κατάστιχο[ν]) 1. βιβλίο στο οποίο καταγράφονται λογαριασμοί, λογιστικό βιβλίο 2. κατάλογος, σημειωματάριο νεοελλ. φρ. α) «ανοίγω τα παλιά κατάστιχα» i) ανατρέχω στους λογαριασμούς τού παρελθόντος ii) μτφ. ανακινώ παλιές έριδες, ξύνω παλιές… …   Dictionary of Greek

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] …   Dictionary of Greek

  • πεισμονή — η, ΝΜΑ νεοελλ. πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη μσν. πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.) αρχ. 1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”